- συμπαρθενεύειν
- σύν-παρθενεύωbring up as a maidpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαρθενεύω — ΜΑ διάγω μοναστική ζωή μαζί με κάποιον («ὅθεν τήν τε γυναῑκα Ἄνναν... συμφρονεῑν αὐτῷ καὶ συμπαρθενεύειν ἔπεισε», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρθενεύω (< παρθένος)] … Dictionary of Greek